Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

απεγνωσμένη (τολμηρή)

  • 1 ενέργεια

    η
    1) действие; усилие; деятельность;

    ο τρόπος ενέργειας — образ действия;

    όλες μου οι ενέργειες έμειναν άκαρπες — все мой усилия оказались бесплодными;

    2) поступок, акт;

    απεγνωσμένη (τολμηρή) ενέργ — отчаянный (смелый) поступок;

    3) физ. энергия, сила;

    ατομική ενέργεια — атомная энергия;

    4) воен. нахождение на (действительной) службе (тж. о чиновниках);
    5) грам, действие;

    § εν ενέργεία — а) в действии; — б) на (действительной) службе;

    ηφαίστειο εν ενέργεία — действующий вулкан;

    προς ενέργειαν — к исполнению;

    θέτω ( — или βάζω) κάτι οέ ενέργ — пускать в ход; — вводить в действие, в строй; — давать ход чему-л.;

    βάζω σε ενέργεια όλα τα μέσα — пустить в ход все средства

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ενέργεια

См. также в других словарях:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ρεσάλτο — το, Ν 1. έφοδος ειδικού αγήματος πλοίου για κατάληψη εχθρικού πλοίου έπειτα από εμβολή του 2. μτφ. τολμηρή, απεγνωσμένη απόπειρα ή επίθεση, έφοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. risalto] …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»